- θαλάσσιος
- -α, -ο (AM θαλάσσιος, -ία, -ον, Α και θαλάσσιος, -ον, αττ. τ. θαλάττιος, -ία, -ον και -ος, -ον) [θάλασσα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά» β. «θαλασσίαις ἀνέμων ριπαῑσι πεμφθείς», Πίνδ.2. αυτός που ζει στη θάλασσα3. το θηλ. ως ουσ. η θαλασσιάμονοκότυλο αγγειόσπερμο υδροχαρές φυτό, τής τάξης ελόβιανεοελλ.φρ.1. «θαλάσσια δύναμη» — κράτος που έχει ισχύ κατά θάλασσα, που έχει ισχυρό πολεμικό ναυτικό2. ναυτ. «θαλάσσια οδός» — κάθε οργανωμένη από οικονομική ή στρατιωτική άποψη αρτηρία θαλάσσιας επικοινωνίας3. ναυτ. «θαλάσσια υπηρεσία» — η υπηρεσία σε πολεμικά ή εμπορικά πλοία ή σε άλλα πολύ συγγενή επαγγέλματα4. ναυτ. «θαλάσσιες γραμμές» — οι θαλάσσιες οδοί, οι κατευθύνσεις τις οποίες ακολουθούν επιβατικά και φορτηγά σκάφη εκτελώντας προγραμματισμένους πλόες5. «θαλάσσιο σκι» — άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής ρυμουλκείται από βενζινάκατο και επιπλέει με τη βοήθεια ειδικών πέδιλων που φοράαρχ.1. ο έμπειρος στη θάλασσα, ναυτικός («οὖτος γάρ ὁ πόλεμος συστάς ἔσωσε τότε τήν Ἑλλάδα, άναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι’ Αθηναίους», Ηρόδ.)2. αυτός που μοιάζει με θαλασσινό νερό («θαλάσσιος τῇ χρόᾳ», Πλούτ.)3. ο αναμεμιγμένος με θαλασσινό νερό4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ θαλάσσιαιεπωνυμία ιερειών στην Κύζικο.
Dictionary of Greek. 2013.